Monday, July 15, 2024

THE KISS OF DIVA AND DIVO


Μας καλωσόρισαν στο σπιτικό τους, λιτό με άψογες πινελιές της μίνιμαλ αισθητικής, με όλα τα αντικείμενα σε θέσεις κλειδιά, έξυπνη τοποθέτηση και οικονομία χώρου, με φαντασία που έχω συναντήσει μόνο σε πύργους πάσης φύσεως και χρόνου, παρελθο-παροντο-μελλοντολογικής˙ με επαγγελματισμό να τονίζει με σαφήνεια την κάθε λεπτομέρεια, με εγωκεντρισμό να γεμίζει μόνον τον εαυτό του κοκκινάδια και κάτω από την κινούμενη άμμο να ξεμυτίζει η σπουδαιοφάνεια σαν το κογχύλι που μέσα από την ασφάλεια θα επιτεθεί.

Φορούσαν το στέμμα της αδιαλλαξίας ενώ γύρω τους οι yesmen και yeswomen των σχολίων τούς επιδοκίμαζαν προσθέτοντας περισσότερη ζάχαρη στον καφέ τους. Τους ρώτησα πώς τα κατάφεραν και έφτιαξαν ένα σπιτικό χωρίς μεγέθη και δεν απάντησαν. Προφανώς δεν απαντούν σε ξένα σπιτικά. Κατάλαβα ότι το ντιβο-σπίτι δεν είχε ηλικία, ομορφιά και άλλες τιμές - γι’ αυτούς ήτανε απλά τέλειο. Ένιωσα 20 τόνους από τη φωνή τους και έφυγα. Τελικά, κανένας αμοιβαίος αποκλεισμός για το υψηλό και το ευτελές.

ΣΥΝΕΧΙΖΩ, ΑΛΛΑ ΠΟΥ;;

επειδή έχω κάποιο πρόβλημα με τα σχόλια σε αυτό το μπλογκ (υπακούουν σε δικούς τους νόμους) θα συνεχίσω με το sibling του στη διπλανή σελίδα.

ΤΟ GROLLYWOOD ΚΑΙ Η ΜΠΛΟΓΚΟ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ


Τρέχοντας οι ιθαγενείς της βλογσφαιργκρικάδας φορτώνουν τις ελάχιστες αποσκευές τους στο μοναδικό ιστότοπο μετάθεσης που απόμεινε, το feed.greekbloggers.com, που πλέον υπέρβαρο από τη χρεία του κάθε μπλογκο-μετανάστη σέρνεται σε δύσβατες συνδέσεις, αδυνατώντας να σηκώσει το βάρος τους. Καθημερινά εκσφενδονίζει, τουλάχιστον, 40 από αυτούς στο διάστημα, αδιάβαστους κατά πως δείχνει. Πενήντα με εξήντα ακόμη ξεσηκώνουν την προσοχή των αρχών για πράσινη κάρτα ενώ οι περισσότεροι δουλεύουν, ξεθεωμένοι από το χαμαλίκι όλο το 24ωρο. Δυο βλογο-μετανάστες εθεάθησαν να μαλλιοτραβιούνται στην 46η άβενιου λινκ προσφέροντας άφθονο υλικό στο γκρόλλιγουντ για την αβαν-σαϊτίστικη short «μη με περιμένεις, χέζω» http://www.cpil.info/theseries/episode/3*. Όσοι πρόλαβαν και εγκαταστάθηκαν καλή τους τύχη (εμού συμπεριλαμβανομένου). Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας το εγχειρίδιο του καλού μπλογκο-μετανάστη:

Α. προσοχή στην αφομοίωση και ενσωμάτωση κατά την οποία ο ένας βλογ-μετανάστης αρχίζει να μοιάζει με τον άλλο.
Β. να ζητάμε υπηκοότητα για να έχουμε εκτός από ταυτότητα και εξουσία. μη χάσουμε το ρημάδι το στάτους.
Γ. UNITY και πάλι UNITY γιατί χαθήκαμε. Η ελληνική οικογένεια πάνω από όλα.
Δ. ειδική προστασία για τους βλογ-πρόσφυγες – αλλοίμονο, να πέσει ο ιστότοπος να μας πλακώσει.
Ε. οι βλογ-μετανάστες εκτός σένγκεν να μην ιδρώνουν καθώς φτάνουν στο σάιτ.
ΣΤ. όσοι δεν προσέλθουν στο παραπάνω URL ανήκουν στη διασπορά και μιλούνε μόνο Yiddish.
Z. οι διθεσίτες μπλογκo-μετανάστες επιστρέφουν στη χώρα προέλευσής τους.
Η. διατίθεται νέος κλάδος των ανθρωπιστικών σπουδών που εξετάζει τα προβλήματα του βλογ-φεμινισμού.

ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟ BLOGGER MIGRATION BUREAU



*Να με συμπαθούν όσοι προσβάλλω αλλά δε μάς αντέχω άλλο, εμού συμπεριλαμβανομένου.

το όνειρο της Μις Μπρίλλο: οι μάσκες (επεισόδιο Ι)

Η Φαιδρή ονειρεύεται. Βρίσκεται στο σπίτι της, διαβάζει, γράφει, ζωγραφίζει απολαμβάνοντας τα ταλέντα και τη δημιουργικότητά της. Νιώθει ατέλειωτη ευφορία και σκέφτεται πως κάπως έτσι είναι ο παράδεισος. Δεν της αρκεί όμως να πράττει περιορισμένη μέσα στο σπίτι. Θέλει να δημιουργήσει και έξω, υπαίθρια, να αναγγείλει τον εαυτό της. Βρίσκεται λοιπόν στο πίσω μέρος του άλσους κοντά στη γειτονιά της. Έχει απλώσει μια κουβέρτα στο γρασίδι, έχει πάρει μαζί της βιβλία, τα χρώματα ζωγραφικής και τα χαρτιά, και κείτεται ανάσκελα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο διαβάζοντας με απόλαυση ένα από τα βιβλία. Σε λίγο το αφήνει, έχει κουραστεί και θέλει να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Αλλάζει στάση με την κοιλιά στο έδαφος, παίρνει χαρτιά, κόλλα, χρώματα και πινέλα, και κατασκευάζει μία μάσκα που κατά τη γνώμη της είναι προχωρημένης αισθητικής και που καλύπτει ολόκληρο το κεφάλι. Είναι πολύχρωμη, παράξενη, με μεγάλα αυτιά και τεράστιο κρανίο, σχεδόν παιδική. Η Φαιδρή πάλι νιώθει ευχαριστημένη που τα κατάφερε.

Εκείνη τη στιγμή περνάει η κα Βιβή. Είναι η γειτόνισσά της που βγάζει συχνά τον Πίκνικ, το σκυλάκι της για βόλτα. Κάποτε η κα Βιβή είχε εκφράσει τη θλίψη της που πλέον δεν ασχολούνταν με τον εαυτό της, που τον παραμελούσε για χάρη της οικογένειες. “Πού ‘ναι εκείνη η εποχή που για να πάω στο μανάβικο πρώτα βαφόμουν και ντυνόμουν με τα καλύτερά μου ρούχα,” της είχε εκμυστηρευτεί. Τώρα κρατούσε μία κλασική χρυσή μάσκα προσώπου, την έβαφε προσεκτικά - όπως τότε που έβαφε τον εαυτό της, ενώ είχε βάψει και το δικό της πρόσωπο χρυσό. Η Φαιδρή κοιτάζοντάς την τής λέει “Και εσείς κυρία Βιβή φτιάχνεται μάσκες;” “Πάντα κορίτσι μου” ανταποκρίθηκε, “ήταν και είναι το όνειρό μου.” Η Φαιδρή σάστισε προς στιγμήν αλλά συνέχισε να φτιάχνει τη μάσκα της πιστεύοντας ότι σαφώς ήταν καλύτερη από της κυρίας Βιβής. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα όταν τη διέγερσή της διέκοψε μια περαστική κυρία, αδύνατη, καλοντυμένη, με μαύρα μαλλιά ως τους ώμους. Έμοιαζε με αυτές του πολιτικού χώρου η οποία ρίχνοντάς της μια άγρια ματιά προστάζει “Βγες από το δικό μας Broadway” και χάνεται.

Η αεροσυνοδός έγκαιρα ξυπνάει τη Φαιδρή για το γεύμα της. Φυσικά τής έχει κοπεί η όρεξη και κάθεται ακόμη πιο σαστισμένη κοιτώντας τριγύρω για περισσότερες κυρίες σαν και αυτές του ονείρου. Φυσικά σχεδόν όλες είναι μακιγιαρισμένες και κομψές. Φοβάται πως οι πρωτοτυπίες της δε θα πιάσουν τόπο, πως δε θα υπάρξει ποτέ για άλλους. Νιώθει εξόριστη καθώς περπατά αργά προς την τουαλέτα. Επιστρέφοντας βλέπει το βλέμμα του Γεράσιμου πάνω της. Πάλι τα ίδια, σκέφτεται, οι γυναίκες με θέλουν εκτός και οι άνδρες θέλουν εντός. Κάθεται και σφίγγει τη ζώνη της εκνευρισμένη για το απεριόριστο δικαίωμα του βλέμματος.

Monday, January 15, 2007

ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ


DO NOT EXHAUST YOURSELF IN NEGATION DEAR. EVEN PROVOCATION BECOMES CLICHE. AND DON'T FORGET THAT RECONSTRUCTING YOUR IDENTITY TOO MANY TIMES MEANS YOU DON'T HAVE ONE.

yours truly,

yourself

Thursday, January 11, 2007

DOCTOR FREUDSTUS' AUTISM














Πάνω στο τρέξιμο
Ξέχασα το μυαλό μου
Σε μια αποθήκη δια-κρανιακή
Απ’ ό,τι γνωρίζω δεν είμαι η μόνη
Είσαι και εσύ εκεί

Χωρίς το μυαλό μου δεν έχω ‘εγώ’
Τι θ’ απογίνω δεν ξέρω να πω
Μορφούλα με λένε και ας είμαι χαζό
Μα γίνεται χωρίς το υποσυνείδητο;

Και κει που χαλάρωνα ήρθες εσύ
Κοντά μου να ψιθυρίζεις κάτι στ’ αυτί
Συνωμοσία μεγάλη αντί για γιορτή
μου έδωκες πλέον μια νέα αφορμή

να ζω - δια βίου - με έναν σκοπό
χωρίς να με απασχολεί διόλου αυτό το μυαλό
υπόσχεση έδωκα να συκο-φαντώ
με αντάλλαγμα απλά να μ’ αφήνει να δρω

και αν Φάουστους με λένε σκασίλα τρελή
την έχω ακόμη, δεν είναι ντροπή
και όσο για κείνον τον Μεφιστοφελή
του έδωκα νέα, πιο σύγχρονη μορφή
ουχί ελισαβετιανή, a la ψηφιακή
σαν άρπαξε το μυαλό που ‘χα ξεχάσει εκεί

Monday, January 8, 2007

το Μόνιτορ and the endless Manifestations of Meanness

Horrified he looked straight onto the monitor, but the monitor that used to be there had dismissed itself. It took him five hours to go through all the information via other blogs and then it just struck him – he was 2222 late. Having missed out on the fun he was furious but he knew how to make up for lost time. Trembling he picked up his fingers and wrote: these days have manifested a meaningless meanness that subordinates our human rights as members of this goddam virtual community. Manifestations of apparent lowly, mean bloggers have manifestly shown manifestive disrespect to all of us by meanly manifesting a lack of originality. The manifestness of this lack was evident to all who decided in a split second to manifest an equally ignoble manifesto of meanness. According to this, manifestational (new clinical term) mean people lacking originality should be punished mani-incessantly by reading their posts 1000 times per minute. Following that, they are allowed to vomit in sincere understanding of their prior manifestations of meanness while repentant bloggers scrape the remains off their face. Then he realised that all along he was aiming at quite the opposite and so he made some minor changes: these days have not manifested a meaningful kindness that elevates our human rights as members of this devil-damned real community. Covertly, generous and kind bloggers have manifestly shown manifestive respect to all of us by kindly manifesting a lack of originality etc, etc, etc.

Friday, January 5, 2007

GENDER TROUBLE

Μια μέρα έπλενα τα ρούχα στη σκάφη στην ταράτσα
Θα ‘μουν δε θα ‘μουν 22 χρονών
Όμορφη, μελαχρινή σαν μαυροπίνακα της νύχτας
Λευκή σαν τα αστέρια που αιώνια την τρυπούν
Όταν τέντωνα (;) να ξεμουδιάσω, με πόθο με έσφιγγε ο αγέρας χώνοντας χέρια από παντού
Έξι χιλιάδες πεντακόσια πενήντα έξι παλικάρια μου ζήτησαν το χέρι αλλά εγώ τσου
Τα χρόνια πέρασαν και γέρασαν
Και μια μέρα εγώ έπλενα στη σκάφη στην ταράτσα
Ήμουν ακόμη 22 χρονών, μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα
Κανείς δεν πίστεψε ότι ο άνδρας δίπλα από τη σκάφη ήμουν εγώ

Tuesday, January 2, 2007

ΕΨΑΞΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΒΡΗΚΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΠΑΛΙΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ


‘Πρώτη φορά νιώθω πως τίποτα δε θα αλλάξει φέτος’ ήταν το SMS ενός φίλου μου την ώρα που άλλαζε ο χρόνος. Αναρωτιέμαι αν τέτοια μηνύματα-αισθήματα έχουν να κάνουν με την προθυμία ή απροθυμία μας να αλλάξουμε κάτι, να δούμε κάτι καινούριο, να δώσουμε κάτι καινούριο, με το πόσο αντέχουμε τις σχέσεις που δε γνωρίζουμε, που δεν ελέγχουμε, πόσο αντέχουμε να δούμε, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας μέσα απ’ αυτές τις σχέσεις; Περισσότερο φοβόμαστε αυτό που είμαστε παρά τους άλλους, το πρόβλημά μας είναι να δούμε την πραγματική εικόνα του εαυτού μας. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει ένας ‘πραγματικός’ εαυτός. Ειδικά όταν ο άλλος απλά σου βγάζει ένα κομμάτι σου ή σού βάζει ένα άλλο, αν όχι διαστρεβλωμένο έστω λειψό. Που να βρεις το χρόνο, την υπομονή, τη γνώση να τα βάλεις στη θέση τους, χιλιάδες κομμάτια του παζλ, που παρεμπιπτόντως δεν είναι ιδιωτικό, κάθε στιγμή είναι δικό σου και δικό μου.

Αυτή η σχεσιακή ορθότητα’ των γιορτών με σκοτώνει. Με κάνει αντιδραστική, δε θέλω να βαριέμαι, και βαριέμαι επειδή πρέπει να είμαι όπως με θέλουν, να μιλάω μια γλώσσα των 15 ημερών, να σκέφτομαι με ένα μυαλό των 15 ημερών, να αγγίζω αγαπημένα για 15 ημέρες˙ θέλω να μού πουν, τι ακριβώς αλλάζει, πού αλλάζει και πότε; Γιατί να είναι ένοχοι όσοι απομείνουν μόνοι τους χριστούγεννα-πρωτοχρονιά είτε γιατί δεν έχουν παρέα είτε γιατί είναι με παρέα; Γιατί τόση ενοχή για τους μοναχικούς όταν σχεδόν όλοι καταντήσαμε μοναχικοί ακόμη κι ανάμεσα στους δικούς μας ανθρώπους; Γιατί μόνο να καταβάλλονται προσπάθειες καλοσύνης για λίγες ημέρες το χρόνο και όλες οι υπόλοιπες να δικαιολογούνται στη ζώνη της δύσκολης καθημερινότητας;

Έχω την αίσθηση ότι αυτό που ονομάζουμε αγάπη την περίοδο των γιορτών είναι περισσότερο η χαλάρωση που σου φέρνει μια καλή κουβέντα έστω και παραποιημένη. Έχουμε ανάγκη να χαλαρώσουμε από την πίεση της συγχώνευσης, από την πίεση της συνύπαρξης, από την πίεση της σχέσης ακριβώς με το να βρισκόμαστε όλοι μαζί και να γιορτάζουμε με το συγκεκριμένο μοντέλο του ‘εύχομαι, τρώω και μεθώ’. Ένας θεσμός που μας μαζεύει στον ίδιο χώρο μόνο και μόνο για να μάς αποσυμπιέσει από τις πραγματικές μας σχέσεις. Για 15 ημέρες θα ξεχαστούμε, θα αφεθούμε σε μια γιορτή που δε θέλει να γνωρίζει τα υπαρξιακά μας.

Εγώ όμως δε χαλαρώνω. Βλέπω πολλούς ανθρώπους της ήσσονος προσπάθειας 24/7 να αλλάζουν για λίγο στολίζοντας τα σπίτια τους, τις προθέσεις τους και τον κακό ηθοποιό που είναι. Και, ΝΑΙ, κάθε άλλο παρά τέλεια είμαι αλλά προτιμώ να είμαι καλή έστω τις μισές μέρες του χρόνου και τις υπόλοιπες να αφήνω το εγώ μου να γκρινιάζει, να ζηλεύει και να παραποιεί, χωρίς να υποκρίνεται για 15 ημέρες, χωρίς να χαλαρώνει από αυτό που είναι ή εν δυνάμει είναι. Δε θέλω να ζω ελάχιστα αλλά πολύ, πολύ περισσότερο από όσο αντέχω, να ζω με σένα και να μιλάμε γι’ αυτόν το φόβο χωρίς διακόσμηση, χωρίς αλλοίωση, χωρίς να τον φοβόμαστε˙ ίσως αν τον γνωρίσουμε καλύτερα τότε να αγαπηθούμε.


Θέλω να ευχαριστήσω τον Ε. Αρανίτση και ‘να ζητήσουμε αποζημίωση από τα ίδια μας τα λόγια. Αργά ή γρήγορα θα συμβεί’.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

Saturday, December 30, 2006

το όνειρο του Ινδού κατακτητή (επεισόδιο ΙΙΙ)

Η Φαιδρούλα λαγοκοιμάται. Η Μπάφνα είναι η μελαψή γυναίκα του ονείρου που δεν έχει ιδέα πόσο λίγη είναι. Πιστεύει πως την περιμένουν μεγαλεία και δόξες, θέλει να αλλάξει τον κόσμο με το δικό της τρόπο. Σε λίγα λεπτά η τηλεόραση σβήνει, τα σήματα ασφαλείας ανάβουν πάνω από τους επιβάτες, οι φροντιστές διακόπτουν το πέρα δώθε στο διάδρομο και ο πιλότος ανακοινώνει την αεροπειρατεία. Οι αεροπειρατές συστήνονται στο μικρό κοινό τους. Μιλούν στα Αγγλικά και αναφέρονται στην οργάνωσή τους την οποία αποκαλούν 3RS: Redeem and Rectify at Random Society. Είναι η “Κοινωνία Τυχαίας Αποκατάστασης και Επανόρθωσης.” Εξηγούν ότι έχουν μόνο καλές προθέσεις για να καθησυχάσουν τους ομήρους τους ενώ παρουσιάζουν τον εαυτό τους και τα ιδανικά της κοινωνίας τους εκ περιτροπής. Το “τυχαίο” της 3RS είναι να επεμβαίνουν στο κακό ακριβώς την ώρα που το συναντούν. Δεν προσχεδιάζουν τις επιθέσεις τους αλλά εκτελούν στον τόπο τους δράστες του κακού όπου τους πετύχουν.

“Πάλι τα ίδια,” μονολογεί ο Αλέξανδρος. “Πάλι μου κλέβουν το χρόνο μου, πάλι με αναγκάζουν να ασχοληθώ με τις ανάγκες τους.” Κοιτάζει την Μπάφνα με οργή και τους υπόλοιπους συναδέλφους της αεροπειρατείας και θέλει να αντιδράσει.

Ο κύριος Γιάννης, νυν σύζυγος της Ελενίτσας, τους κοιτάζει με πονηρό μάτι και είναι έτοιμος για σκανδαλιά. Όπως έχω αναφέρει ο Γιάννης είναι της παλιάς σχολής των πενηντάρηδων που δεν το βάζει κάτω, πιστεύοντας ότι όπως και να ‘χει θα βγει νικητής. Εκείνη την ώρα περνάει από δίπλα του ο πιο εύσωμος από τους αεροπειρατές και ο Γιάννης του βάζει τρικλοποδιά (ο Γιάννης πάντοτε υπήρξε θέαμα προς αποφυγήν. Όταν άκουγε θόρυβο στο διαμέρισμά του σηκωνόταν, συνήθως με τα σώβρακα, έπαιρνε το όπλο από τη θήκη του και με αργές κινήσεις παλαιστή και ύφος Bond έψαχνε για τον ανύπαρκτο διαρρήκτη). Ο αεροπειρατής πέφτει στο πάτωμα με γδούπο και όλοι γυρίζουν προς τη μεριά του. Πέφτοντας όμως εκπυρσοκρότησε το όπλο του αφήνοντας ελεύθερη τη σφαίρα να σφυρίζει προς τη μεριά της Μπάφνα που βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα από αυτόν. Το σφύριγμα σταματά και η σφαίρα σφηνώνεται στη φτέρνα της.

Η Φαιδρούλα τους κοιτάζει κουρασμένα. Έτσι είναι, σκέφτεται. Μόλις τελειώσει κάτι ξεκινάει κάτι άλλο, ησυχία δεν έχουν. Μόνο φλύαροι μπορούν να παράγουν φλύαρες πράξεις. Γι’ αυτήν η φλυαρία κινείται στους ρυθμούς της περιγραφής. Όσο πιο περιγραφικές οι δομές που παρουσιάζουν τόσο πιο δημιουργικοί νομίζουν ότι είναι. Η περιγραφή μπορεί να είναι πολλές ταχύρρυθμες εικόνες, λόγος, πολλαπλές κινήσεις. Ο πυρήνας της φλυαρίας κατασκευάζει το δίκτυο του περιττού, του πλεονασμού, της υπερβολής. Ο φλύαρος δεν κτίζει την επικοινωνία προσθέτοντας ουσιαστικές πληροφορίες για το οικοδόμημα, όπως είναι τα παράθυρα, η πόρτα, και οι λειτουργικοί χώροι ενός κτιρίου, προκειμένου το κτίριο να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Στην περίπτωση της φλυαρίας το οικοδόμημα αποτελείται μόνο από ένα υλικό, τα τούβλα και το τσιμέντο. Η φλυαρία δεν τελειώνει. Είναι ιστορίες που μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε κατεύθυνση δίχως κορύφωση και τέλος. Ή όταν έχουν τέλος, το τέλος αυτό είναι και το αρχικό σημείο εκκίνησής τους.

Η κοινή και καθημερινή μας φλυαρία δεν είναι παρά μία προσπάθεια συντήρησης των εικόνων του κόσμου, και είναι θεμιτή εφόσον είναι ανώδυνη. Ανώδυνη θα είναι πάντα για όσους συνηγορούν υπέρ της συντήρησης, δηλαδή της ρουτίνας, της επαναληπτικής μέριμνας, όπως το καθημερινό σφουγγάρισμα που θέλει να αποκλείσει την ιδέα ότι σε καθημερινή βάση το πάτωμα θα το πατάνε χιλιάδες διαφορετικά παπούτσια.

Η Φαιδρούλα πέφτει σε βαθύ λήθαργο. Δεν πιστεύει στην επανόρθωση οπότε αφήνει τους άλλους να κάνουν τη δουλειά τους. Ένα πράγμα την ενοχλεί και βασανίζει που όλα τα καλά (μικρά και μεγάλα) κάποια στιγμή τελειώνουν. Την ενοχλούσε που τέλειωνε τόσο γρήγορα το τσάι όταν το απολάμβανε, το τσιγάρο επίσης και έπρεπε από την αρχή να φτιάξει άλλο ρόφημα ή να ανάψει άλλο τσιγάρο. Παραπονιόταν ιδιαίτερα για τις μικρές απολαύσεις που τελειώνουν ακόμη πιο γρήγορα απ’ τις μεγάλες διότι οι μικρές έπρεπε να επαναληφθούν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Και φανταζόταν έναν κόσμο με συνεχείς μικρές απολαύσεις χωρίς επαναλήψεις, για παράδειγμα ένα φλιτζάνι που γεμίζει από μόνο του ή ένα τσιγάρο μόνιμα αναμμένο που δεν προκαλεί καρκίνο. Ο λήθαργος την έφερε πάλι στον κόσμο της.

Η Ελενίτσα είναι ενθουσιασμένη με την κίνηση του Γιάννη, ο οποίος πάντοτε βγαίνει ήρωας. Οι υπόλοιποι κοιτάζουν με αγωνία σαν και βλέπουν μια σειρά που παρακολουθούν στην τηλεόραση. Η Μπάφνα λυγίζει από τον πόνο αρθρώνοντας κάτι σαν βρισιά στην Ινδική γλώσσα. Γυρίζει πίσω και με μάτι που γυαλίζει κοιτάζει τον Γιάννη. Στο μεταξύ έχει σηκωθεί ο εύσωμος αεροπειρατής ο οποίος σηκώνει τον Γιάννη στον αέρα. Ο ήρωάς μας έχει κλείσει τα μάτια και περιμένει να του συμβούν τα ακατανόμαστα. Η Μπάφνα σέρνοντας το πληγωμένο πόδι της τον πλησιάζει. Του ρίχνει δύο χαστούκια και κάθεται για να περιποιηθεί τη φτέρνα της. Ο Μπεν (ο μεγαλόσωμος αεροπειρατής) τη ρωτά τι να του κάνει και κείνη του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Στο μεταξύ το ακροατήριο έχει πεθάνει από την αγωνία για τη συνέχεια του θεάματος ενώ παρακολουθούν το Γιάννη να οδηγείται στην τουαλέτα. Δε θα μάθουμε ποτέ τι έγινε στην τουαλέτα αλλά ο Γιάννης ήταν σε κώμα όταν τον επέστρεψαν στη θέση του. Το πρόσωπό του δήλωνε ακαθόριστα συναισθήματα αρσενικής τζιοκόντας που άφηνε τα υπόλοιπα στη φαντασία μας. Συγκεκριμένα, η φαντασία της Ελενίτσας ξεπέρασε τα όρια. Δεν ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να πεθάνει από ζήλεια που α αγαπημένος της έχασε τις αισθήσεις του από ηδονή στα χέρια του βιαστή του. “Ε, όχι και μ’ αυτόν,” μονολογεί, “πάει πολύ”. Μήπως τελικά ο Γιάννης βγήκε κερδισμένος μιας και είχε τον τελευταίο λόγο της γνωστοποιημένης απιστίας του; Η Ελενίτσα θα μείνει με την απορία και δε θα αντέξει την αδικοχαμένη νίκη της.

the random thoughts of an athenian


Ι could hardly breathe when I was found sleeping naked in bed. I covered myself with the first thing my hands could reach, apparently a T-shirt that didn’t cover much, and then looked at the face across me. I think she was telling me some kind of story, one that my feeble mind intermittently missed. She was mumbling something about habit and it sounded like this:

I cannot describe what it’s like to be called Antic, to be in your mid-thirties, to live alone in a big city in the 21st century, to have diverse degrees and a dog called god. Such brief resumes are convenient like individual AZs that help others draw conclusions and feel content that they know you.

What I have got used to, this part of my identity, is a matter of understanding and appreciating needs, events and absent causes. A Sunday walk up the sunny hills of Athens is not part of my habits, yet today I have decided to divert and walk. Even though I prefer walking alone, so that I don’t have to talk much, this time I have company, not only the dog, but Diamantes. We are co-performing this walk dazzled by the sun, the heat, the crowd, by temporality.

Our talk ranges from racial diversity to nature. We contemplate on how the smog habitually degenerates nature, which in turn is quiet until it has something to say. Habit is one thing and repetition another. Put them together and they are still applied differently and at different levels. Yet, if man can become predictable, nature’s repetition is of an unpredictable order.

Nature: I am a miracle. I could not have existed but that's not the case. So, what do you think, am I necessary?
Man: Well why should I suffer about it? The fact that we take after you according to acts of moderation so you can be first in everything is just pathetic.
I: This doesn't sound so good..

I like idle walks. They seem to arouse the idea of origin only by looking around you- who I am, where I come from, why I'm here, who the others are. God, my dog, is even more confused than I am, he feels no fear, no defense, no aggression, just that innate curiosity that gets you out of the house in order to understand.

God has got a blue and a brown eye. Many times I look at him and wonder whether it would have been better if both eyes were the same colour. Then I think that both colours would suit him fine so colour doesn’t really matter. The dog’s natural aesthetics is indifferent to which colour will prevail. So perhaps it’s better that they are different. Maybe this too is what God is all about, a reflection of mismatches that somehow combine, a little bit of everything.

I to God: Do you exist?
God: I am your prime mover.
I: Are you the reason I suffer?
God: Shall we turn it into a song?
I: Will it alleviate my pain?
God: I can only suggest and you can do as you please.
I: So I guess that’s how songs developed. What were they ever thinking of when they first turned their words into melody?

This is also how I explain my ratio of good and evil and how I compose them for any eventual outcome. Any outcome, however, will always be different because it will be the outcome of various participation rates or abstinence from both sides.

Today everything seems related in the white light around me. Difference is clearer in different shades. Our sight needs the right light to distinguish. Perhaps, then, eyes can be better trained in milder climates than those of Northern bright whiteness or the glaring Mediterranean sun.

What I can say about Athens I have already said. Our homeland cannot easily be dismissed. And this land more than any other is my land. To put it plainly it occupies most of my memory, I was born here and I’m familiar with its every little corner. The Parthenon is always in the same place, crowded in the mornings, lonely at night, always incongruous with contemporary Athens, showing how the economy of form can turn into a mall of historicity.

So this is what they do on Sundays when the sun is out. They are available. They come out in the morning and withdraw at night. They follow frequencies. I am amazed by habits, or rather the conditions that create and consolidate them. Habit I believe has always been our strongest point of personal disclosure and testimony.

ο τζόγος



Σε ένα βαθμό αυτοσχεδιάζουμε, πειραματιζόμαστε και υποκύπτουμε στα αποτελέσματά των πράξεών μας σε σχέση με εκείνα των πράξεων άλλων. Όταν δεν υποκύπτουμε όμως ανοίγουμε ένα άλλο πεδίο τύχης και αυτοσχεδιασμού, μήπως ένα εξατομικευμένο big bang στο σύνολο της σύμβασης;

Καθώς περπατώ στην ευθεία του πεζοδρομίου συνηθίζω να κοιτώ τις αρχιτεκτονικές δομές που προσπερνώ παρατηρώντας τις λεπτομέρειες που αφήνει ο κόσμος στο πέρασμά του. Πολλές φορές μου φαίνονται όλα σαν μια τεράστια εύλογη λεπτομέρεια αδιάφορη για το νόημα που της δίνω. ΤΟ ΝΟΗΜΑ…

Αλλά ας συστηθώ πρώτα. Το όνομά μου είναι Λούλα, η διάθεση για σύντομα παρατσούκλια με έσωσε από το νόημά τους (τι να σημαίνει άραγε το Λούλα εκτός από έναν αρχετυπικό ήχο), όμως δε γνωρίζω εκείνα των γονιών μου που για μένα έχουν νόημα˙ είμαι υιοθετημένο παιδι-ενήλικας. Έτσι, το ονοματεπώνυμο της ταυτότητάς μου είναι ακόμη πιο τυχαίο και αυθαίρετο από εκείνα που αντιστοιχούν στον κόσμο λόγω καταγωγής. Για μένα αποφάσισαν άλλοι που ούτε την καταγωγή μου γνώριζαν ούτε εμένα. Είμαι το δημιούργημά τους με κάποια ελευθερία απόφασης. Κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία μου.

Το 1972, ίσως μια βροχερή φθινοπωρινή ημέρα βρέθηκα εγκαταλειμμένη όχι στις σκάλες μιας εκκλησίας όπως συνηθίζεται αλλά στο σταθμό Λαρίσης. Με άφησαν σε ένα πέρασμα με εκατοντάδες ανθρώπους σαν ξεχασμένη αποσκευή που με μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσε τη βιάση των περαστικών. Μόνη και χωρίς εμπειρίες είναι μάλλον κακός συνδυασμός αλλά ήταν ο δικός μου, με χρόνο, αρκετό χρόνο που πέρασε ανυπολόγιστος μέχρι που πείνασα.

‘Διονύση, παρακολουθώ εδώ και ώρα αυτό το μωρό που μου φαίνεται ασυνόδευτο’ άρθρωσε επιτέλους μια γυναίκα στον άνδρα της μέσα από το τζάμι της καφετερίας. ‘Είσαι σίγουρη ότι είναι μόνο του;’ τη ρωτά. ‘Το κοιτάζουν πολλοί καθώς περνούν αλλά κανένας δε στέκεται δίπλα του εδώ και ώρα.’ ‘Να φωνάξουμε έναν υπεύθυνο του σταθμού’ προτείνει εκείνος αλλά αυτή έχει καλύτερη ιδέα. ‘Πρέπει πρώτα απ’ όλα να το φροντίσουμε λίγο, σίγουρα πεινάει, και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε’ του απαντά. Ανάμεσα στο συνωστισμό κανένας δεν πρόσεξε το ζευγάρι που σήκωσε το βάρος μου από την αποβάθρα και μ’ έκανε ευθύνη του.

Πέρασε περίπου μια εβδομάδα προτού πάθει την πρώτη κρίση του ο Διονύσης, ανήσυχος για το μέλλον τους ως ζευγάρι με ένα άγνωστο μωρό. ‘Παρατείνεις την αρχική σου απόφαση κρατώντας το μωρό για αόριστο χρόνο, γιατί δεν σκέφτεσαι τις συνέπειες αυτής της πράξης;’ ‘Συνέπειες; Ποιες συνέπειες; Οι συνέπειες της σωτηρίας ενός μωρού; Οι συνέπειες μιας κράτησης που το προστατεύει από όσους το εγκατέλειψαν ή θα αδιαφορήσουν στο μέλλον; Ποιος κρίνει ποια πράξη, τελικά; Κοίταξε, αν σε τρομάζουν οι υποχρεώσεις και το ξαφνικό γεγονός δεν είσαι υποχρεωμένος να τα αντιμετωπίσεις μαζί μου.’ ‘Δεν καταλαβαίνεις ότι αλλάζεις τη ροή της ιστορίας;’ της απαντά. ‘Για ποια ιστορία μιλάς;’ ‘Μα του μωρού! Δε δίνεις την ευκαιρία να φανεί αν έχει συμβεί κάτι, μπορεί να το είχαν απαγάγει, να φοβήθηκαν και να το παράτησαν, μπορεί να συνέβη κάτι στους γονείς;’ ‘Ανοησίες Διονύση θα είχαμε ενημερωθεί από τις ειδήσεις για κάτι τέτοιο, απλά δε θέλεις το μωρό.’

Και γιατί να πρέπει να θέλω ένα μωρό στα καλά καθούμενα; Οι γονείς μου με έμαθαν να φροντίζω αυτό που μου ανήκει και όχι αυτό που ανήκει σε άλλον. Βέβαια, όταν παύει να ανήκει σε άλλον τι κάνεις; Σκέψεις, σκέψεις γεμίζουν το μυαλό του με ανεξέλεγκτο ρυθμό καθώς απέχει πολύ από οποιαδήποτε απόφαση. Η πράξη με μια έννοια είναι και απόφαση, γι’ αυτό αν κρατούσε ημερολόγιο αποφάσεων θα χαρτογραφούσε τον εαυτό του και θα ‘βλεπε ότι έχει εμπιστοσύνη στις αποφάσεις του όσο μοιραίες κι αν είναι. Άλλωστε, το τι μας ανήκει είναι προσωρινή συνθήκη, ακόμη και η γνώση που διαφοροποιείται λόγω μνήμης ή εμπειριών. Τα όρια αλλάζουν μορφή κάθε στιγμή χωρίς να μπορούν να αλλάξουν ως όρια.

Αυτή ήταν η πρώτη κοινωνική μου βάπτιση, το ονομάζω μια πρώτη ταυτότητα: ήμουν το παιδί των άλλων. Ως τέτοιο για πολλά χρόνια ζούσα μια τεράστια λήθη σε σχέση με το γεγονός όπως επίσης ζούσα για να παρατηρώ τους άλλους, από κει που ήρθα, κάπου ανάμεσά τους υπήρχε κι η καταγωγή μου. Έβλεπα όμως και το σώμα μου να μεγαλώνει, να σχηματίζει μύες, να κατεβαίνουν μπούκλες απ’ το κεφάλι. Κι όσο και να αγαπώ τις αλλαγές πάνω στο σώμα, είναι κομμάτια που αλλάζουν χωρίς τη θέλησή μου. Μεγαλώνοντας, όμως τα πόδια μου με πήγαν στο σχολείο. Εκεί θα συναναστρεφόμουν άλλα παιδάκια της ηλικίας μου όπως επαναλάμβανε η θετή μου μάνα, θα μάθαινα μέσα από τους άλλους.

Μια μέρα η μητέρα μου με ρώτησε «τι έμαθες σήμερα στο σχολείο;» «Πολλά, μανούλα» της απαντώ. «Ρώτησε ο δάσκαλος ποια παιδιά στην τάξη είναι χωρισμένων γονιών και εγώ και ένα άλλο παιδί σηκώσαμε το χέρι, μετά είπε πως τα παιδιά χωρισμένων γονιών θέλουν ειδική, πως το είπε…, μετα-, μετα..χείριση και δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι θα με αγαπάνε πιο πολύ ή λιγότερο.» Ναι, ο Διονύσης έφυγε μετά τη δεύτερη βδομάδα της άφιξής μου σ’ αυτό το θαυμαστό καινούριο κόσμο. Και εγώ αποκτούσα τη δεύτερη «υπηκοότητά» μου ως ‘παιδί χωρισμένων γονιών.’ Υπάκουη; Ναι, ήμουν λόγω απειρίας και της επιβολής κοινωνικού περιβάλλοντος. Ποια ήμουν εγώ να αμφισβητήσω τους θεσμούς; Αλλά πιέζομαι, πιέζομαι όταν μου ανοίγουν το παραθυράκι της αμφιβολίας. Μου τα λένε αυτά γιατί θα με αγαπούν περισσότερο ή λιγότερο; Τι θέλουν από μένα, κάτι θα θέλουν για να μιλούν αλλιώς δε θα ‘μπαιναν στον κόπο.

το όνειρο της κατάκτησης (επεισόδιο ΙΙ)


Η Φαιδρούλα ξανακοιμάται. Βλέπει σε μία γκαρσονιέρα των Αθηνών ένα ζευγάρι να έχει μόλις κάνει έρωτα. Αυτός είναι πατέρας-μεγαλοεπιχειρηματίας και εκείνη φοιτήτρια. Αυτός κάθεται γυμνός, στημένος σαν ορθή γωνία στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια διπλωμένα ίδιος ο Βούδας, και εκείνη έχει απλωθεί οριζόντια με τη χάρη μεγαλογοργόνας. Κάτι λένε χαμηλόφωνα, δεν ξέρω εάν έχουν πείσει τους εαυτούς τους, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πείθει. Η κατάκτησή τους ξεκινάει σε αδιάφορο μέρος με πρωταγωνιστές τους ίδιους. Το κρεβάτι τους είναι το πεδίο μάχης (ποιος θα πέσει πρώτος, ποιος θα τα καταφέρει καλύτερα), και η κοινή τους γλώσσα είναι ταυτόχρονα του εξεταστή και του εξεταζόμενου. Και επειδή κι οι δύο έχουν πολύ συγκεκριμένους λόγους που βρίσκονται ο ένας με τον άλλον πρέπει να φανεί το επίτευγμά τους. Φωνάζουν, λοιπόν, τους κομπάρσους στους οποίους γνωστοποιούν τη σχέση τους με κάθε λεπτομέρεια, συμπεριλαμβανομένου και της συζύγου του. Κάνουν έρωτα στο κρεβάτι τους που πλέον δεν είναι μόνο πεδίο μάχης αλλά ένα πλατό με τραπεζάκια όπου κάθονται όλοι και τους σχολιάζουν μεταξύ γεύματος και ποτού. Τους παρακολουθούν και ανταλλάσσουν κρίσεις για τα κατορθώματά τους (πώς το κάνουνε, γιατί το κάνουνε...) ενώ κανένας δεν πεθαίνει για το γεγονός. Το ζευγάρι όμως νιώθει ικανοποίηση και μόνο που μοιράζεται το συμβάν, νιώθουν παρόντες στη ζωή των άλλων. Σκοπός τους είναι να μην περάσουν απαρατήρητοι.

Το ερωτευμένο ζευγάρι είναι “δημοκρατικοί” άνθρωποι που απεχθάνονται τις έννοιες κερδισμένος ή χαμένος αλλά κι οι δυο τους στοχεύουν την πρώτη κατηγορία. Οι όροι όμως δεν πρέπει να ονομάζονται διότι η “γλώσσα” είναι μεροληπτική, ενώ οι ίδιοι αμερόληπτοι! Η Ελένη και ο Γιάννης αν και πίστευαν πως ο καθένας βγήκε κερδισμένος με τον τρόπο του, κάποια στιγμή ανακάλυψαν την αντίσταση του άλλου και για πρώτη φορά ανησύχησαν για το ποιος θα βγει στο τέλος κερδισμένος. Ακόμη την ίδια απορία έχουν μετά από τόσα χρόνια τώρα που αυτός χώρισε και την παντρεύτηκε και ταξιδεύουν με προορισμό το συζυγικό τους μέλλον με την πτήση ΒΑ 5859.

Free Web Counter