Saturday, December 30, 2006

το όνειρο του Ινδού κατακτητή (επεισόδιο ΙΙΙ)

Η Φαιδρούλα λαγοκοιμάται. Η Μπάφνα είναι η μελαψή γυναίκα του ονείρου που δεν έχει ιδέα πόσο λίγη είναι. Πιστεύει πως την περιμένουν μεγαλεία και δόξες, θέλει να αλλάξει τον κόσμο με το δικό της τρόπο. Σε λίγα λεπτά η τηλεόραση σβήνει, τα σήματα ασφαλείας ανάβουν πάνω από τους επιβάτες, οι φροντιστές διακόπτουν το πέρα δώθε στο διάδρομο και ο πιλότος ανακοινώνει την αεροπειρατεία. Οι αεροπειρατές συστήνονται στο μικρό κοινό τους. Μιλούν στα Αγγλικά και αναφέρονται στην οργάνωσή τους την οποία αποκαλούν 3RS: Redeem and Rectify at Random Society. Είναι η “Κοινωνία Τυχαίας Αποκατάστασης και Επανόρθωσης.” Εξηγούν ότι έχουν μόνο καλές προθέσεις για να καθησυχάσουν τους ομήρους τους ενώ παρουσιάζουν τον εαυτό τους και τα ιδανικά της κοινωνίας τους εκ περιτροπής. Το “τυχαίο” της 3RS είναι να επεμβαίνουν στο κακό ακριβώς την ώρα που το συναντούν. Δεν προσχεδιάζουν τις επιθέσεις τους αλλά εκτελούν στον τόπο τους δράστες του κακού όπου τους πετύχουν.

“Πάλι τα ίδια,” μονολογεί ο Αλέξανδρος. “Πάλι μου κλέβουν το χρόνο μου, πάλι με αναγκάζουν να ασχοληθώ με τις ανάγκες τους.” Κοιτάζει την Μπάφνα με οργή και τους υπόλοιπους συναδέλφους της αεροπειρατείας και θέλει να αντιδράσει.

Ο κύριος Γιάννης, νυν σύζυγος της Ελενίτσας, τους κοιτάζει με πονηρό μάτι και είναι έτοιμος για σκανδαλιά. Όπως έχω αναφέρει ο Γιάννης είναι της παλιάς σχολής των πενηντάρηδων που δεν το βάζει κάτω, πιστεύοντας ότι όπως και να ‘χει θα βγει νικητής. Εκείνη την ώρα περνάει από δίπλα του ο πιο εύσωμος από τους αεροπειρατές και ο Γιάννης του βάζει τρικλοποδιά (ο Γιάννης πάντοτε υπήρξε θέαμα προς αποφυγήν. Όταν άκουγε θόρυβο στο διαμέρισμά του σηκωνόταν, συνήθως με τα σώβρακα, έπαιρνε το όπλο από τη θήκη του και με αργές κινήσεις παλαιστή και ύφος Bond έψαχνε για τον ανύπαρκτο διαρρήκτη). Ο αεροπειρατής πέφτει στο πάτωμα με γδούπο και όλοι γυρίζουν προς τη μεριά του. Πέφτοντας όμως εκπυρσοκρότησε το όπλο του αφήνοντας ελεύθερη τη σφαίρα να σφυρίζει προς τη μεριά της Μπάφνα που βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα από αυτόν. Το σφύριγμα σταματά και η σφαίρα σφηνώνεται στη φτέρνα της.

Η Φαιδρούλα τους κοιτάζει κουρασμένα. Έτσι είναι, σκέφτεται. Μόλις τελειώσει κάτι ξεκινάει κάτι άλλο, ησυχία δεν έχουν. Μόνο φλύαροι μπορούν να παράγουν φλύαρες πράξεις. Γι’ αυτήν η φλυαρία κινείται στους ρυθμούς της περιγραφής. Όσο πιο περιγραφικές οι δομές που παρουσιάζουν τόσο πιο δημιουργικοί νομίζουν ότι είναι. Η περιγραφή μπορεί να είναι πολλές ταχύρρυθμες εικόνες, λόγος, πολλαπλές κινήσεις. Ο πυρήνας της φλυαρίας κατασκευάζει το δίκτυο του περιττού, του πλεονασμού, της υπερβολής. Ο φλύαρος δεν κτίζει την επικοινωνία προσθέτοντας ουσιαστικές πληροφορίες για το οικοδόμημα, όπως είναι τα παράθυρα, η πόρτα, και οι λειτουργικοί χώροι ενός κτιρίου, προκειμένου το κτίριο να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Στην περίπτωση της φλυαρίας το οικοδόμημα αποτελείται μόνο από ένα υλικό, τα τούβλα και το τσιμέντο. Η φλυαρία δεν τελειώνει. Είναι ιστορίες που μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε κατεύθυνση δίχως κορύφωση και τέλος. Ή όταν έχουν τέλος, το τέλος αυτό είναι και το αρχικό σημείο εκκίνησής τους.

Η κοινή και καθημερινή μας φλυαρία δεν είναι παρά μία προσπάθεια συντήρησης των εικόνων του κόσμου, και είναι θεμιτή εφόσον είναι ανώδυνη. Ανώδυνη θα είναι πάντα για όσους συνηγορούν υπέρ της συντήρησης, δηλαδή της ρουτίνας, της επαναληπτικής μέριμνας, όπως το καθημερινό σφουγγάρισμα που θέλει να αποκλείσει την ιδέα ότι σε καθημερινή βάση το πάτωμα θα το πατάνε χιλιάδες διαφορετικά παπούτσια.

Η Φαιδρούλα πέφτει σε βαθύ λήθαργο. Δεν πιστεύει στην επανόρθωση οπότε αφήνει τους άλλους να κάνουν τη δουλειά τους. Ένα πράγμα την ενοχλεί και βασανίζει που όλα τα καλά (μικρά και μεγάλα) κάποια στιγμή τελειώνουν. Την ενοχλούσε που τέλειωνε τόσο γρήγορα το τσάι όταν το απολάμβανε, το τσιγάρο επίσης και έπρεπε από την αρχή να φτιάξει άλλο ρόφημα ή να ανάψει άλλο τσιγάρο. Παραπονιόταν ιδιαίτερα για τις μικρές απολαύσεις που τελειώνουν ακόμη πιο γρήγορα απ’ τις μεγάλες διότι οι μικρές έπρεπε να επαναληφθούν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Και φανταζόταν έναν κόσμο με συνεχείς μικρές απολαύσεις χωρίς επαναλήψεις, για παράδειγμα ένα φλιτζάνι που γεμίζει από μόνο του ή ένα τσιγάρο μόνιμα αναμμένο που δεν προκαλεί καρκίνο. Ο λήθαργος την έφερε πάλι στον κόσμο της.

Η Ελενίτσα είναι ενθουσιασμένη με την κίνηση του Γιάννη, ο οποίος πάντοτε βγαίνει ήρωας. Οι υπόλοιποι κοιτάζουν με αγωνία σαν και βλέπουν μια σειρά που παρακολουθούν στην τηλεόραση. Η Μπάφνα λυγίζει από τον πόνο αρθρώνοντας κάτι σαν βρισιά στην Ινδική γλώσσα. Γυρίζει πίσω και με μάτι που γυαλίζει κοιτάζει τον Γιάννη. Στο μεταξύ έχει σηκωθεί ο εύσωμος αεροπειρατής ο οποίος σηκώνει τον Γιάννη στον αέρα. Ο ήρωάς μας έχει κλείσει τα μάτια και περιμένει να του συμβούν τα ακατανόμαστα. Η Μπάφνα σέρνοντας το πληγωμένο πόδι της τον πλησιάζει. Του ρίχνει δύο χαστούκια και κάθεται για να περιποιηθεί τη φτέρνα της. Ο Μπεν (ο μεγαλόσωμος αεροπειρατής) τη ρωτά τι να του κάνει και κείνη του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Στο μεταξύ το ακροατήριο έχει πεθάνει από την αγωνία για τη συνέχεια του θεάματος ενώ παρακολουθούν το Γιάννη να οδηγείται στην τουαλέτα. Δε θα μάθουμε ποτέ τι έγινε στην τουαλέτα αλλά ο Γιάννης ήταν σε κώμα όταν τον επέστρεψαν στη θέση του. Το πρόσωπό του δήλωνε ακαθόριστα συναισθήματα αρσενικής τζιοκόντας που άφηνε τα υπόλοιπα στη φαντασία μας. Συγκεκριμένα, η φαντασία της Ελενίτσας ξεπέρασε τα όρια. Δεν ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να πεθάνει από ζήλεια που α αγαπημένος της έχασε τις αισθήσεις του από ηδονή στα χέρια του βιαστή του. “Ε, όχι και μ’ αυτόν,” μονολογεί, “πάει πολύ”. Μήπως τελικά ο Γιάννης βγήκε κερδισμένος μιας και είχε τον τελευταίο λόγο της γνωστοποιημένης απιστίας του; Η Ελενίτσα θα μείνει με την απορία και δε θα αντέξει την αδικοχαμένη νίκη της.

Free Web Counter