Saturday, December 30, 2006

ο τζόγος



Σε ένα βαθμό αυτοσχεδιάζουμε, πειραματιζόμαστε και υποκύπτουμε στα αποτελέσματά των πράξεών μας σε σχέση με εκείνα των πράξεων άλλων. Όταν δεν υποκύπτουμε όμως ανοίγουμε ένα άλλο πεδίο τύχης και αυτοσχεδιασμού, μήπως ένα εξατομικευμένο big bang στο σύνολο της σύμβασης;

Καθώς περπατώ στην ευθεία του πεζοδρομίου συνηθίζω να κοιτώ τις αρχιτεκτονικές δομές που προσπερνώ παρατηρώντας τις λεπτομέρειες που αφήνει ο κόσμος στο πέρασμά του. Πολλές φορές μου φαίνονται όλα σαν μια τεράστια εύλογη λεπτομέρεια αδιάφορη για το νόημα που της δίνω. ΤΟ ΝΟΗΜΑ…

Αλλά ας συστηθώ πρώτα. Το όνομά μου είναι Λούλα, η διάθεση για σύντομα παρατσούκλια με έσωσε από το νόημά τους (τι να σημαίνει άραγε το Λούλα εκτός από έναν αρχετυπικό ήχο), όμως δε γνωρίζω εκείνα των γονιών μου που για μένα έχουν νόημα˙ είμαι υιοθετημένο παιδι-ενήλικας. Έτσι, το ονοματεπώνυμο της ταυτότητάς μου είναι ακόμη πιο τυχαίο και αυθαίρετο από εκείνα που αντιστοιχούν στον κόσμο λόγω καταγωγής. Για μένα αποφάσισαν άλλοι που ούτε την καταγωγή μου γνώριζαν ούτε εμένα. Είμαι το δημιούργημά τους με κάποια ελευθερία απόφασης. Κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία μου.

Το 1972, ίσως μια βροχερή φθινοπωρινή ημέρα βρέθηκα εγκαταλειμμένη όχι στις σκάλες μιας εκκλησίας όπως συνηθίζεται αλλά στο σταθμό Λαρίσης. Με άφησαν σε ένα πέρασμα με εκατοντάδες ανθρώπους σαν ξεχασμένη αποσκευή που με μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσε τη βιάση των περαστικών. Μόνη και χωρίς εμπειρίες είναι μάλλον κακός συνδυασμός αλλά ήταν ο δικός μου, με χρόνο, αρκετό χρόνο που πέρασε ανυπολόγιστος μέχρι που πείνασα.

‘Διονύση, παρακολουθώ εδώ και ώρα αυτό το μωρό που μου φαίνεται ασυνόδευτο’ άρθρωσε επιτέλους μια γυναίκα στον άνδρα της μέσα από το τζάμι της καφετερίας. ‘Είσαι σίγουρη ότι είναι μόνο του;’ τη ρωτά. ‘Το κοιτάζουν πολλοί καθώς περνούν αλλά κανένας δε στέκεται δίπλα του εδώ και ώρα.’ ‘Να φωνάξουμε έναν υπεύθυνο του σταθμού’ προτείνει εκείνος αλλά αυτή έχει καλύτερη ιδέα. ‘Πρέπει πρώτα απ’ όλα να το φροντίσουμε λίγο, σίγουρα πεινάει, και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε’ του απαντά. Ανάμεσα στο συνωστισμό κανένας δεν πρόσεξε το ζευγάρι που σήκωσε το βάρος μου από την αποβάθρα και μ’ έκανε ευθύνη του.

Πέρασε περίπου μια εβδομάδα προτού πάθει την πρώτη κρίση του ο Διονύσης, ανήσυχος για το μέλλον τους ως ζευγάρι με ένα άγνωστο μωρό. ‘Παρατείνεις την αρχική σου απόφαση κρατώντας το μωρό για αόριστο χρόνο, γιατί δεν σκέφτεσαι τις συνέπειες αυτής της πράξης;’ ‘Συνέπειες; Ποιες συνέπειες; Οι συνέπειες της σωτηρίας ενός μωρού; Οι συνέπειες μιας κράτησης που το προστατεύει από όσους το εγκατέλειψαν ή θα αδιαφορήσουν στο μέλλον; Ποιος κρίνει ποια πράξη, τελικά; Κοίταξε, αν σε τρομάζουν οι υποχρεώσεις και το ξαφνικό γεγονός δεν είσαι υποχρεωμένος να τα αντιμετωπίσεις μαζί μου.’ ‘Δεν καταλαβαίνεις ότι αλλάζεις τη ροή της ιστορίας;’ της απαντά. ‘Για ποια ιστορία μιλάς;’ ‘Μα του μωρού! Δε δίνεις την ευκαιρία να φανεί αν έχει συμβεί κάτι, μπορεί να το είχαν απαγάγει, να φοβήθηκαν και να το παράτησαν, μπορεί να συνέβη κάτι στους γονείς;’ ‘Ανοησίες Διονύση θα είχαμε ενημερωθεί από τις ειδήσεις για κάτι τέτοιο, απλά δε θέλεις το μωρό.’

Και γιατί να πρέπει να θέλω ένα μωρό στα καλά καθούμενα; Οι γονείς μου με έμαθαν να φροντίζω αυτό που μου ανήκει και όχι αυτό που ανήκει σε άλλον. Βέβαια, όταν παύει να ανήκει σε άλλον τι κάνεις; Σκέψεις, σκέψεις γεμίζουν το μυαλό του με ανεξέλεγκτο ρυθμό καθώς απέχει πολύ από οποιαδήποτε απόφαση. Η πράξη με μια έννοια είναι και απόφαση, γι’ αυτό αν κρατούσε ημερολόγιο αποφάσεων θα χαρτογραφούσε τον εαυτό του και θα ‘βλεπε ότι έχει εμπιστοσύνη στις αποφάσεις του όσο μοιραίες κι αν είναι. Άλλωστε, το τι μας ανήκει είναι προσωρινή συνθήκη, ακόμη και η γνώση που διαφοροποιείται λόγω μνήμης ή εμπειριών. Τα όρια αλλάζουν μορφή κάθε στιγμή χωρίς να μπορούν να αλλάξουν ως όρια.

Αυτή ήταν η πρώτη κοινωνική μου βάπτιση, το ονομάζω μια πρώτη ταυτότητα: ήμουν το παιδί των άλλων. Ως τέτοιο για πολλά χρόνια ζούσα μια τεράστια λήθη σε σχέση με το γεγονός όπως επίσης ζούσα για να παρατηρώ τους άλλους, από κει που ήρθα, κάπου ανάμεσά τους υπήρχε κι η καταγωγή μου. Έβλεπα όμως και το σώμα μου να μεγαλώνει, να σχηματίζει μύες, να κατεβαίνουν μπούκλες απ’ το κεφάλι. Κι όσο και να αγαπώ τις αλλαγές πάνω στο σώμα, είναι κομμάτια που αλλάζουν χωρίς τη θέλησή μου. Μεγαλώνοντας, όμως τα πόδια μου με πήγαν στο σχολείο. Εκεί θα συναναστρεφόμουν άλλα παιδάκια της ηλικίας μου όπως επαναλάμβανε η θετή μου μάνα, θα μάθαινα μέσα από τους άλλους.

Μια μέρα η μητέρα μου με ρώτησε «τι έμαθες σήμερα στο σχολείο;» «Πολλά, μανούλα» της απαντώ. «Ρώτησε ο δάσκαλος ποια παιδιά στην τάξη είναι χωρισμένων γονιών και εγώ και ένα άλλο παιδί σηκώσαμε το χέρι, μετά είπε πως τα παιδιά χωρισμένων γονιών θέλουν ειδική, πως το είπε…, μετα-, μετα..χείριση και δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι θα με αγαπάνε πιο πολύ ή λιγότερο.» Ναι, ο Διονύσης έφυγε μετά τη δεύτερη βδομάδα της άφιξής μου σ’ αυτό το θαυμαστό καινούριο κόσμο. Και εγώ αποκτούσα τη δεύτερη «υπηκοότητά» μου ως ‘παιδί χωρισμένων γονιών.’ Υπάκουη; Ναι, ήμουν λόγω απειρίας και της επιβολής κοινωνικού περιβάλλοντος. Ποια ήμουν εγώ να αμφισβητήσω τους θεσμούς; Αλλά πιέζομαι, πιέζομαι όταν μου ανοίγουν το παραθυράκι της αμφιβολίας. Μου τα λένε αυτά γιατί θα με αγαπούν περισσότερο ή λιγότερο; Τι θέλουν από μένα, κάτι θα θέλουν για να μιλούν αλλιώς δε θα ‘μπαιναν στον κόπο.

Free Web Counter